- μηλοειδής
- μηλοειδήςmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μηλοειδής — μηλοειδής, ές (Α) αυτός που έχει σχήμα ή χρώμα μήλου, κιτρινωπός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (Ι) + ειδής*] … Dictionary of Greek
μηλοειδῆ — μηλοειδής neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) μηλοειδής masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) μηλοειδής masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηλοειδές — μηλοειδής masc/fem voc sg μηλοειδής neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυλοειδής — μηλοειδής, ές (Α) αυτός που μοιάζει με μυλόπετρα. επίρρ... μυλοειδῶς (Α) με τρόπο που θυμίζει κατεργασία με μυλόπετρα, σαν μυλόπετρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύλη + ειδής*] … Dictionary of Greek
MELINUS Color — Graece μήλινος, quem saepe commemorari in vestibus personarum Comicarum, notat Scaliger Poetic. l. 1. c. 13. non a Melino pigmento, quod in Mela Insul. effodiebatur, sed a colore malorum, quae Graecis μῆλα, dictus; luteus est seu ex albo rufoque… … Hofmann J. Lexicon universale
μήλο — Καρπός που προέρχεται όχι μόνο από το μετασχηματισμό των ιστών της ωοθήκης του άνθους, αλλά και από τους ιστούς των οργάνων στήριξης του· βοτανικά είναι ένας ψευδής καρπός, αρκετά ογκώδης. Τυπικά παραδείγματα τέτοιων καρπών είναι οι καρποί των… … Dictionary of Greek
μηλώδης — μηλώδης, ῶδες (Α) [μήλον (Ι)] αυτός που μοιάζει με μήλο, μηλοειδής, κιτρινωπός … Dictionary of Greek